Σάντα

Ήταν Αύγουστος. Μια μέρα σηκώθηκα και πήγα στη Σάντα. Ο ήλιος έκαιγε, αλλά είχα διαλέξει επίτηδες τέτοια μέρα για να βγάλω όμορφες φωτογραφίες. Ξεκίνησα και ανέβηκα στη Σάντα. Αφού έφτασα στο χωριό, από τον περιφερειακό του δρόμο, σκαρφάλωσα και ανέβηκα στον λόφο. Από εκεί ήθελα να δω ολόκληρο το χωριό. Αν έπεφτε το μάτι μου σε κάποιο όμορφο σημείο, θα πήγαινα εκεί.

Όταν έφτασα στην κορυφή, έριξα μια ματιά προς τη Σάντα. Ήταν σαν να την κρατούσα στην αγκαλιά μου. Κι όμως μου φάνηκε φορτωμένη νοσταλγία∙ λες και περίμενε να κατεβώ για να με αγκαλιάσει. Σαν να επρόκειτο να έρθουν μαζί μου κι εκείνοι που είχαν φύγει πριν από πολλά χρόνια, να μπούμε μαζί στο χωριό και τότε να κοπάσει η λαχτάρα. Καθώς στεκόμουν έτσι, για μια στιγμή το χωριό σαν να ζωντάνεψε. Είδα τα όμορφα πετρόχτιστα σπίτια· την εκκλησία, μπροστά στην οποία κάθονταν και κουβέντιαζαν μερικές γιαγιάδες και παππούδες· το σχολείο, όπου αγόρια και κορίτσια έπαιζαν. Άρχισα να ακούω Ρωμαίικα. Άκουγα τα ξυπόλυτα παιδιά να τρέχουν και να φωνάζουν ανάμεσα στα λουλούδια. Είδα πολλούς να ανεβοκατεβαίνουν και μερικές γιαγιάδες να κάθονται στα κατώφλια, να πλέκουν και να μιλούν. Το μάτι μου έπιασε κι ένα-δυο νύφες που γύριζαν από το δάσος φορτωμένες χορτάρι.

Τότε το βλέμμα μου στάθηκε σε ένα σπίτι με καμινάδα που κάπνιζε. Αναρωτήθηκα:
— Στα μέσα του Αυγούστου ποιος ανάβει φωτιά;

Ξάφνου βρέθηκα λίγο πιο πέρα από το σπίτι. Στην αυλή υπήρχαν στρωμένα σεντόνια με απλωμένα φουντούκια, ακόμη με τα φλούδια τους· σε μια γωνιά μια γριά καθάριζε τα φουντούκια από τις φλούδες.

 

 

Όταν πλησίασα με αντιλήφθηκε. Κάρφωσε τα θαμπά μάτια της στα δικά μου και με κοίταξε προσεκτικά. Δεν με γνώριζε. Μα πριν πει κουβέντα, το βλέμμα της έμοιαζε να λέει:
— Όποιος κι αν είσαι, έλα∙ να καθίσουμε λίγο να τα πούμε!

Της φώναξα από εκεί που ήμουν:
— Τι κάνεις, γιαγιά;

Χαμογέλασα, πλησίασα και στάθηκα δίπλα της. Με κάλεσε:
— Έλα, κάτσε!

Κάθισα. Με ρώτησε:
— Ποια είσαι, τίνος κόρη;
— Έρχομαι από μακριά, της είπα. Δεν θα με ξέρεις.
Συνέχισε να ρωτά:
— Γιατί ήρθες;
— Να γνωρίσω το χωριό σας και να τραβήξω μερικές φωτογραφίες.

Δείχνοντας τα καθαρισμένα φουντούκια, πρόσθεσε:
— Πάρε, φάε λίγα!

— Είμαι χορτάτη, έφαγα πολύ, της είπα.

Με συμβούλεψε:
— Παιδί μου, όσο είσαι νέα και έχεις τα δόντια σου, να τρως! Στα χρόνια τα δικά μου, κι αν θέλεις, δεν μπορείς!

Κουβεντιάσαμε ώρα από δω κι από κει. Ύστερα είπα:
— Γιαγιά, εγώ φεύγω.

Από τη θέση της, στηρίχτηκε με τα χέρια στο έδαφος και σηκώθηκε σιγά-σιγά. Ποιος ξέρει, μάλλον πονούσε στη μέση. Την αγκάλιασα. Μου σφίχτηκε με όλη της τη δύναμη και με φίλησε· ήταν σαν να αποχωριζόταν το παιδί της. Απομακρύνθηκα λίγο και γύρισα να την ξανακοιτάξω. Με δακρυσμένα μάτια με αποχαιρετούσε.
— Θα ξανάρθεις εδώ; μου φώναξε.
— Δεν ξέρω… Ίσως του χρόνου, της είπα.

Πήγα να πάρω τον δρόμο κι «βρέθηκα» πάλι στην κορυφή. Φαίνεται, όσα είχα δει ήταν μόνο ένα όραμα.

Σκέφτηκα μέσα μου:
— Θα κατεβώ να δω∙ μπορεί να συναντήσω μια γιαγιά.

Άρχισα να κατεβαίνω. Όταν έφτασα στο χωριό, δεν υπήρχε ψυχή. Πολλοί τοίχοι των σπιτιών ήταν γκρεμισμένοι, ερείπια. Μερικές αγελάδες έβοσκαν σκόρπιες κι εδώ κι εκεί στα κλαδιά κελαηδούσαν πουλιά. Φωτογράφισα την ερειπωμένη εκκλησία και λίγα ακόμα σπίτια που στέκονταν όρθια. Ύστερα πήρα τον δρόμο για να φύγω από τη Σάντα.

Μέσα μου σήκωσε θύελλα… Τα μάτια μου γέμισαν· άρχισα να κλαίω, να μοιρολογώ στα Ρωμαίικα. Η Σάντα δεν είχε ακούσει τέτοιο μοιρολόι στα Ρωμαίικα εδώ και πολλά χρόνια. Ίσως γι’ αυτό, πριν φτάσω στα μισά της επιστροφής, σκοτείνιασε και η ομίχλη τύλιξε τα πάντα. Δεν έβλεπα ούτε ένα μέτρο μπροστά μου. Σε λίγο άρχισε βροχή σαν σχοινί, κι ο τόπος έγινε ποτάμι. Μουρμουρίζοντας, αναρωτήθηκα:
— Γιαγιά, από πού βρήκες τόσα δάκρυα να χύσεις;

Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω πως η Σάντα έκλαιγε.

Συγραφέας: Αϊσέ Τουρσούν.